- φραδώς
- Αεπίρρ. βλ. φραδής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φραδῶς — φραδής understanding adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φραδής — ές, και φραδύς, εῑα, ύ, Α συνετός, έμπειρος («φραδέος νόου ἔργα τέτυκται», Ομ. Ιλ.). επίρρ... φραδῶς Α (κατά τον Ησύχ.) «φραστικῶς, φανερῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. απαντά μόνον μία φορά στον τ. γεν. φραδέος, από τον οποίο ορισμένοι μελετητές έχουν… … Dictionary of Greek